- δάνον
- δάνοςgiftmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορόδανον — τὸ, Α το φυτό σφονδύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + δανον, παρεκτεταμένος τ. τού ονοματικού επιθήματος δών, δόνος (πρβλ. ἀλγ ηδών), κατά τη θεματική κλίση (πρβλ. ἐρυθρό δανον, μυρτί δανον), αν και έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε χοιρόδανον με α… … Dictionary of Greek
κύδανον — κύ̱δανον , κυδάνω exalt imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κύ̱δανον , κυδάνω exalt imperf ind act 1st sg (homeric ionic) κύ̱δᾱνον , κυδαίνω give aor imperat act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκύδανον — ἐκύ̱δανον , κυδάνω exalt imperf ind act 3rd pl ἐκύ̱δανον , κυδάνω exalt imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ла́дан — а, м. Ароматическая смола, употребляемая для курений при религиозных обрядах. Принесли кадило, из которого сыпались искры и шел запах ладана и угля. Чехов, Три года. ◊ дышать на ладан бежать как черт от ладана {от кого чего} всячески избегать… … Малый академический словарь
ερυθρόδανο — το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον Α και ἐρυθρόδανος, ἡ Μ και ἐρυθρύδανον, τό) 1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, τής οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα τού οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία 2. το κόκκινο χρώμα τής ρίζας τού φυτού.… … Dictionary of Greek
μυρτίδανον — μυρτίδανον, τὸ (Α) 1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά 2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς 3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού τής Περσίας ή τής Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και… … Dictionary of Greek